πατριάρχης

πατριάρχης
[патриархис] ουσ. а. патриарх.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πατριάρχης" в других словарях:

  • πατριάρχης — father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε …   Dictionary of Greek

  • πατριάρχης — ο 1. στην Παλαιά Διαθήκη, αρχηγός φυλής ή φυλών. 2. στη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία, ανώτατος ορθόδοξος θρησκευτικός αρχηγός. 3. μτφ., γέροντας με πολλούς απογόνους: Ο παππούς μας είναι ο πατριάρχης της οικογένειάς μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμουήλ A’ — Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1700 1775). Το κοσμικό του όνομα ήταν Σκαρλάτος Χατζερής και αρχικά διατέλεσε μητροπολίτης Δέρκων. Έγινε πατριάρχης το 1763 άλλα πέντε χρόνια αργότερα εξορίστηκε στο Άγιο Όρος. Έμεινε εκεί ως το 1773, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Φιλόθεος ο Κόκκινος — Πατριάρχης (1353 54, 1364 76) της Κωνσταντινούπολης. Μόναζε στη μονή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους και πριν χειροτονηθεί πατριάρχης είχε διατελέσει μητροπολίτης Ηρακλείας (1347 53). Διακρινόταν για τη χρηστότητα του ήθους, τη μόρφωση και τη …   Dictionary of Greek

  • πατριάρχαι — πατριάρχης father masc nom/voc pl πατριάρχᾱͅ , πατριάρχης father masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρουλάριος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Μιχαήλ A’. Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (1.) …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Γεώργιος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Γρηγόριος. Βλ. λ. Γρηγόριος. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2.) …   Dictionary of Greek

  • Λεόντιος Β’ — Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1170 1220). Βλ. λ. Λεόντιος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (8.) …   Dictionary of Greek

  • Λουκάς Χρυσοβέργης — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1156 69). Διαδέχτηκε στο πατριαρχικό αξίωμα τον Κωνσταντίνο Δ’. Επρόκειτο για άρτια καταρτισμένο θεολόγο, καθώς και γνώστη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Εργάστηκε με ζήλο για την κατοχύρωση της αξιοπρέπειας του… …   Dictionary of Greek

  • Νοταράς Χρύσανθος — Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Βλ. λ. Χρύσανθος. Όνομα διαφόρων κληρικών, αξιωματούχων ή λογίων (1.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»